- πολύγραμμος
- η , ο [ος , ον ] полосатый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολύγραμμος — marked with many stripes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγραμμος — η, ο / πολύγραμμος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που είναι σημειωμένος με πολλές γραμμές 2. αυτός που αποτελείται από πολλές γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύ γραμμος] … Dictionary of Greek
πολύγραμμοι — πολύγραμμος marked with many stripes masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
ερυθρόγραμμος — ἐρυθρόγραμμος, ον (Α) αυτός που έχει κόκκινες γραμμές («ἐστι δὲ πολύγραμμος καὶ ἐρυθρόγραμμος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + γραμμος < γραμμή] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύγραμμα — neut nom/voc/acc sg πολύγραμμος marked with many stripes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)